0 μέλη και 1 επισκέπτης διαβάζουν αυτό το θέμα.
Και κάτι ακόμη∙ ο Γρηγορόπουλος γράφει ότι η περίφραση με τα εἰμί, γίγνομαι, ὑπάρχω μεταφράζεται στον χρόνο του ρήματος. Εγώ όμως βλέπω ότι δεν είναι ακριβώς έτσι, αλλά ότι η περίφραση μεταφράζεται στον χρόνο της μετοχής, ενώ ο χρόνος του ρήματος παίζει ρόλο για το αν η μετοχή ενεστώτα θα αποδοθεί με ενεστώτα ή παρατατικό και αντίστοιχα του παρακειμένου με παρακείμενο ή υπερσυντέλικο, π.χ συνεληλυθότες ἦσαν = συνεληλύθεσαν, συνεληλυθότες εἰσί = συνεληθύθασι.
Αλλά τι γίνεται όταν η μτχ. είναι στον ενεστώτα και το ρ. εξάρτησης στον παρακείμενο; Το προσδεχομένω μοι γεγένηται (που ανέφερα προηγουμένως) = προσδέδεγμαι, έτσι δεν είναι; Εντάξει, συμφωνώ ότι είναι μια σπάνια περίπτωση, φαίνεται όμως ότι και ο χρόνος του ρ. εξάρτησης παίζει ενίοτε ρόλο.
ὑμᾶς ἐξαιτήσονται καὶ ἀντιβολήσουσιν, οὐκ ἀξιοῦντες τοῦ Ἀλκιβιάδου ὑέος τοσαύτην δειλίαν καταγνῶναι: πώς μπορώ να αιτιολογήσω την άρνηση στο ἀξιοῦντες αντί για το καταγνῶναι;Παράθεση από: Sali στις Σεπτεμβρίου 28, 2016, 12:47:05 pmΣυμβαίνει συχνά η άρνηση οὐ να συνδέεται με το ρήμα εξάρτησης, ενώ ουσιαστικά ανήκει στο απαρέμφατο που εξαρτάται απ' αυτό το ρήμα. Δες τον Smyth, 2692.
Συμβαίνει συχνά η άρνηση οὐ να συνδέεται με το ρήμα εξάρτησης, ενώ ουσιαστικά ανήκει στο απαρέμφατο που εξαρτάται απ' αυτό το ρήμα. Δες τον Smyth, 2692.
Ο Smyth αναφέρεται σε λεκτικά και γνωστικά ρήματα (για τα οποία είναι γνωστό ότι η άρνηση ανήκει στο απαρέμφατο) αλλά και σε ρήματα βούλησης ή επιθυμίας. Το ἀξιῶ σε κάθε περίπτωση ανήκει στη δεύτερη κατηγορία και το απαρέμφατο που εξαρτάται από αυτό είναι τελικό, ακόμη και αν μεταφράζεται με την προσθήκη του «νομίζω» ή «ισχυρίζομαι», π.χ. οὔκουν ἀξιῶ οὔτ᾽ αὐτὸς ὑποπτεύεσθαι (νομίζω ότι δεν αξίζει να θεωρούμαι ύποπτος), έτσι δεν είναι;
Το "αξιόω" με απαρέμφατο έχει την έννοια "δίνω αξία στο να συμβεί κάτι" ή "θεωρώ άξιο να συμβεί", άρα θέλω να συμβεί.
οἶμαι δὲ καὶ τὸν πόλεμον θεῶν τινα συναγαγεῖν ἀγασθέντα τὴν ἀρετὴν αὐτῶν, ἵνα μὴ τοιοῦτοι γενόμενοι τὴν φύσιν διαλάθοιεν μηδ' ἀκλεῶς τὸν βίον τελευτήσαιενΣυνάδελφοι, αν τρέψουμε το χωρίο στον ευθύ λόγο, οι ευκτικές στις τελικές προτάσεις θα γίνουν υποτακτικές; ή αναγκαστικά θα παραμείνουν ευκτικές δεδομένου ότι η εξάρτηση είναι και στον ευθύ λόγο ιστορικός χρόνος:τὸν πόλεμον θεῶν τις συνήγαγε ἀγασθείς τὴν ἀρετεὴν αὐτῶν, ἵνα μὴ τοιοῦτοι γενόμενοι τὴν φύσιν διαλάθοιεν μη'ἀκλεῶς τὸν βίον τελευτήσαιεν.
Και δεύτερη απορία: κάπου διάβασα ότι μια πρόταση με ευκόλως εννοούμενο υποκείμενο π.χ. "ταῦτα λέγω" θεωρείται απλή και όχι ελλιπής. Ισχύει;
Ο Ισοκράτης όμως αναφέρεται σαφώς στο απώτατο παρελθόν, στους ήρωες των Μηδικών Πολέμων. Γι' αυτό και στον ευθύ λόγο θα χρησιμοποιούσε μόνο ευκτική.
Έχουμε να κάνουμε με "implied indirect discourse" (κατά τον Smyth, 2622) ή με "μερική πλαγιότητα" (κατά τον Γιαγκόπουλο, 460-463), όπου δεν υπάρχει ρήμα εξάρτησης για πλάγιο λόγο· από τα συμφραζόμενα συνάγουμε ότι εκφράζεται κρίση ή επιθυμία κάποιου προσώπου. Στις τελικές αυτές προτάσεις δεν εκφράζεται η άποψη του Ισοκράτη (γι' αυτό και το οἶμαι δεν μπορεί εδώ* να λειτουργήσει ως ρήμα εξάρτησης για πλάγιο λόγο), αλλά η κατά τον ρήτορα άποψη του θεού που προκάλεσε τον πόλεμο.
Δεν συμφωνώ. Κατ' αρχάς, σ' αυτό που ο Smyth αποκαλεί "implied indirect discourse" το ρήμα εξάρτησης δεν είναι λεκτικό/δοξαστικό (not depending formally on a verb of saying or thinking).Εδώ το "οίμαι" είναι δοξαστικό και μεταφέρει σε πλάγιο λόγο τη σκέψη του Ισοκράτη.
Με βάση τα όσα λέει ο Smyth, μπορείς να πεις ότι στην τελική που εξαρτάται από το "εξαγαγείν" έχεις implied indirect discourse, δηλ. ότι η σκέψη του Ισοκράτη στην πραγματικότητα είναι έμμεσος πλάγιος λόγος.Όμως, κατά τη γνώμη μου, ειδικά σ' αυτήν την πρόταση αυτό είναι μια εικασία. Δηλ. αυτό που λέει ο Smyth για τον πραγματικό φορέα της σκέψης (" contains the past thought of another person and not a statement of the writer or speaker") μπορεί να ισχύει, μπορεί και όχι. Δεν βλέπω ποια ισχυρή ένδειξη έχουμε ότι η συγκεκριμένη πρόταση δεν ήταν σκέψη του ομιλητή αλλά κάποιου άλλου. Ίσα-ίσα που ο ίδιος ο ομιλητής μάς ενημερώνει ότι εκφράζει τη δική του άποψη με το "οίμαι".Σε άλλες περιπτώσεις, ίσως δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα έμμεσου πλάγιου λόγου ή είναι πιο εμφανές ότι έχουμε. Εδώ όμως όχι.
Γι' αυτό και έχουν επικρατήσει οι όροι "ευχετική ευκτική", "επαναληπτική ευκτική", "ευκτική του πλαγίου λόγου", "ευκτική της απλής σκέψης", ενώ στην πραγματικότητα σε όλες τις περιπτώσεις χρησιμοποιείται η ευκτική επειδή εκφράζει αβεβαιότητα.
Ειδικά, ο όρος "ευκτική του πλαγίου λόγου" είναι ανεπιτυχής και για δυο άλλους λόγους. Πρώτον, γιατί, αν θεωρείς ότι η ευκτική λέγεται έτσι επειδή εμφανίζεται στον πλάγιο λόγο, τότε δεν μπορείς να δικαιολογήσεις γιατί εμφανίζεται μόνο όταν το ρήμα εξάρτησης είναι ιστορικού χρόνου. Πλάγιο λόγο δεν έχουμε μόνο τότε. Η άποψη ότι πλάγιο λόγο έχουμε μόνο με ρήμα ΙΧ και γ' πρόσωπο δεν ισχύει. Είναι απλώς η πιο συχνή μορφή πλάγιου λόγου.
Και δεύτερον, γιατί από τη στιγμή που θα ονομάσεις "ευκτική του πλαγίου λόγου" την ευκτική που εμφανίζεται μετά από λεκτικά ρήματα , μετά δεν μπορείς να δικαιολογήσεις την παρουσία της στις δευτερεύουσες που εκφράζουν επιθυμία ή αναγκάζεσαι να καταφύγεις στη θεωρία του "implied indirect speech" που, κατά τη γνώμη μου, έχει έναν βαθμό εικασίας και δεν καλύπτει απόλυτα όλες τις πιθανές προτάσεις.