0 μέλη και 13 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
Ήξερα ότι συνηθίζεται να χρησιμοποιείται α΄ πληθυντικό αντί για α΄ενικό σε εργασίες, άρθρα κ.λπ. της νέας Ελληνικής, αλλά δεν ήξερα τι ακριβώς δείχνει αυτός ο πληθυντικός, ούτε ότι έχει τη δική του ονομασία, ούτε ότι αυτός είναι που στην α.ε. απαντά αντί του α΄ενικού.
Ναι, από αυτά που γράφει ο Smyth μόνο σε ουσιαστικά φαίνεται να χρησιμοποιείται.
Ωστόσο, νομίζω ότι πλέον προτιμώνται οι παθητικές δομές και οι απρόσωπες εκφράσεις που δίνουν έναν πιο ουδέτερο τόνο στο κείμενο.
Λες να παίζει ρόλο για αυτή τη χρήση του πληθυντικού ότι βρισκόμαστε στο τέλος της κλασικής εποχής και σε περίοδο επέκτασης του μακεδονικού βασιλείου; Θέλω να πω, μήπως δεν ταίριαζε ο πληθυντικός της μεγαλοπρεπείας με τα δημοκρατικά ή ολιγαρχικά καθεστώτα της πόλης κράτους; Και δεν ξέρω αν και κατά πόσο θα ταίριαζε να αναπτυχθεί σε προγενέστερες μορφές βασιλείας.
Ναι, θυμίζει το νεοελληνικό "εμείς δεν σου κάνουμε;" ή το "μωρέ, τι μας λες;" ή το πιο παλιό "σε τα μας;".Πληθυντικοί μεγαλοπρεπείας μού φαίνονται όλα, όπως και η φράση του Αλέξανδρου "ἡμεῖς δέ σοι κακὴ κεφαλὴ νόθοι δοκοῦμεν;".Αν προσέξεις, όλες αυτές οι προτάσεις αποτελούν απάντηση σε μια πράξη ή φράση υποτίμησης εκ μέρους του συνομιλητή. Άρα, είναι λογικό να επιστρατεύεται ο πληθυντικός της μεγαλοπρέπειας ως εικονική διόγκωση του "εγώ" αυτού που θίχτηκε.
Παρεμπιπτόντως, μια και ήρθαμε στη νέα ελληνικά, υπάρχει και ένας τρίτος πληθυντικός που ονομάζεται πληθυντικός της κοινωνίας (pluralis societatis). Aυτός χρησιμοποιείται, όταν ο ομιλητής εμφανίζεται ως εκπρόσωπος του ακροατηρίου του, το οποίο παρουσιάζει ως συμμέτοχο στην πράξη του, προκειμένου εκείνο να ταυτιστεί μαζί του ψυχολογικά.Τέτοιον πληθυντικό χρησιμοποιούν λ.χ οι μάγειρες που παρουσιάζουν συνταγές στην τηλεόραση και λένε "Προσθέτουμε λίγο αλάτι και αφήνουμε να σιγοβράσει το φαγητό...."., ενώ μαγειρεύουν μόνοι τους.Ο πληθυντικός της κοινωνίας χρησιμοποιείται συχνά και από τους έχοντες εξουσία, ώστε να δημιουργηθεί η ψευδαίσθηση της κοινής δράσης, ενώ την ευθύνη της πράξης την έχουν εκείνοι και το κοινό συμμετέχει περισσότερο ψυχολογικά παρά πραγματικά στη δράση.
Οι φράσεις της ν.ε. όμως μου φαίνονται απλώς κατάλοιπο αυτού του πληθυντικού, γιατί μου δίνουν την αίσθηση ότι χρησιμοποιούνται χωρίς καμία, ούτε υποσυνείδητη, πρόθεση να διογκώσει ο ομιλητής το "εγώ του", αλλά μάλλον για να εκφράσει χαριτολογώντας και σε φιλικό επίπεδο μια ψιλοενόχληση σε περιπτώσεις όπου δεν αισθάνεται πραγματικά να υποτιμάται.
Αντίστροφα χρησιμοποιείται; Εννοώ όχι για κάτι το οποίο κάνουμε εκείνη τη στιγμή μόνοι μας ή το οποίο εμείς έχουμε την ευθύνη να πράξουμε, αλλά για κάτι που οφείλει να κάνει το πρόσωπο ή τα πρόσωπα στα οποία απευθυνόμαστε, και όχι εμείς. Δηλαδή, ο πληθυντικός που χρησιμοποιούμε, όταν λέμε στους μαθητές "διαβάζουμε καλά την εκφώνηση", "δεν ξεχνάμε", "προσέχουμε", "τρέπουμε το αντικείμενο της ενεργητικής σε υποκείμενο της παθητικής...", είναι κοινωνίας;
Δεν είναι το αντίστροφο. Το ίδιο είναι περίπου.Το χαρακτηριστικό σ' αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι ο πληθυντικός δεν δείχνει ένα πλήθος που κάνει την ίδια πράξη, όπως συνήθως. Αντιθέτως, δείχνει ένα πλήθος στο οποίο ο ομιλητής έχει έναν ρόλο καθοδηγητικό (γι' αυτό λέω ότι έχει την ευθύνη) και το κοινό του είτε εκτελεί την πράξη είτε συμμετέχει ψυχικά στη δράση. Γι' αυτό κάποιοι αυτό το "εμείς" το λένε και "patronizing we".Και ο Τσώρτσιλ στο χωρίο που παρέθεσα είχε έναν καθοδηγητικό ρόλο, αλλά τις πράξεις που περιέγραφε θα τις εκτελούσε ο βρετανικός στρατός και ίσως μέρος των πολιτών, ενώ οι υπόλοιποι θα συνέπασχαν απλώς ψυχικά.
Υπάρχουν ωστόσο γλώσσες (π.χ στη Νοτιοανατολική Ασία, στα νησιά του Ειρηνικού ή στις ινδιάνικες φυλές της Αμερικής) που έχουν ξεχωριστούς γραμματικούς τύπους, για να δηλωθεί αυτή η διάκριση.Έτσι, π.χ., η γλώσσα Fiji έχει τον τύπο"keimami" για το αποκλειστικό πρώτο πρόσωπο πληθυντικού και τον τύπο "keda" για το συμπεριληπτικό πρώτο πρόσωπο πληθυντικού. Η γλώσσα των Cherokkee έχει τέσσερις τύπους (!!), γιατί επιπλέον λαμβάνουν υπ' όψιν αν τα πρόσωπα που συνιστούν το "εμείς" είναι δυο ή περισσότερα. Δηλαδή, έχουν τύπο που δηλώνει τον ομιλητή με τον ακροατή (inclusive dual), έναν τύπο για τον ομιλητή και κάποιον που δεν είναι ο ακροατής (exclusive dual), έναν τύπο για τον ομιλητή, τον ακροατή και άλλους (inclusive plural) και έναν τύπο για τον ομιλητή και άλλους που δεν είναι ακροατές (exlusive plural).
Νομίζω, το καλύψαμε το θέμα του πληθυντικού προς το παρόν. Δεν νομίζω να έχεις παράπονο πάντως. Μέσα σε καραντίνα και σε πήγα μέχρι την άκρη της Ασίας.
Απίστευτο! Καλό είναι όμως για τη σαφήνεια του νοήματος να δηλώνονται όλα αυτά με την ίδια την αντωνυμία και γενικά να δηλώνονται με τις ίδιες λέξεις πράγματα που εμείς εξάγουμε από τα γενικότερο πλαίσιο και τα συμφραζόμενα. Αρκεί να πρόκειται για τη μητρική σου γλώσσα και όχι για κάποια που προσπαθείς να μάθεις!
Αντίθετα, έναν Cherokee που στην καθημερινότητά του πρέπει να περιγράψει ποιοι ήταν ή ποιοι θα είναι οι δράστες μιας πράξης (π.χ εμείς κινδυνεύουμε, εμείς θα πολεμήσουμε, εμείς θα κυνηγήσουμε), μια τέτοια ασάφεια ως προς το "εμείς" μπορεί να είχε δραματικές συνέπειες.
και σήμερα το "θα παραγάγω" με το ασαφές για κάποιους ποιόν ενεργείας εγκαταλείπεται έναντι του "θα παράξω".
Δίκιο έχεις. Αλλά κάποιες φορές και το αντίθετο, η σαφήνεια για εμάς, θα μπορούσε ίσως να έχει δραματικές συνέπειες, αν για παράδειγμα, αποκλειόταν (ή συμπεριλαμβανόταν) εσφαλμένα, δηλαδή σε περίπτωση που δεν έπρεπε να γίνει αυτό, από το "εμείς" ο ακροατής ή οι ακροατές.
Τελικά όμως το "θα παράξω" είναι σωστό; Εγώ για λάθος το είχα.
Γίνεται από πολλά πρόσωπα συνειδητά, γιατί κάτι δεν τους φαίνεται πια σαφές ή οικείο; Τότε μιλάμε για απόκλιση που οδηγεί στη γλωσσική αλλαγή.Τώρα το ίδιο γίνεται με το "θα παράξω". Λίγοι ομιλητές αναγνωρίζουν τον παλιό αόριστο β' του "άγω" και γι' αυτό μπερδεύονται όταν καλούνται να κλίνουν τα σύνθετά του, γιατί το "αγαγ-" ως θέμα τούς θυμίζει περισσότερο παρατατικό (κατά το "τραγούδαγα", "πέταγα") παρά αόριστο.Γι' αυτό στο πιο συχνό σύνθετο που είναι το "παράγω" έπλασαν και τους πιο ομαλούς τύπους "θα παράξω", "έχω παράξει", που είναι σημασιολογικά διαφανέστεροι.Όσο περνάει ο καιρός, εγώ το ακούω όλο και περισσότερο γύρω μου, οπότε μάλλον έχει την τάση να περάσει τουλάχιστον ως δεύτερος τύπος.
Ναι, αλλά το "θα παράξω" είναι συνειδητή δημιουργία που προέκυψε από την ανάγκη για έναν σημασιολογικά διαφανέστερο τύπο ή απλώς λάθος που οφείλεται σε άγνοια του αορίστου β' αλλά και του ότι, όταν λέμε "θα / να" εκφράζοντας στιγμιαίο ποιόν ενεργείας, χρησιμοποιούμε την υποτακτική αορίστου;
Τι διαφορά έχει αυτή η γλωσσική απόκλιση, και τείνουμε να την αποδεχθούμε, από τους "ενεστώτες" "παρελάσω", "άρω"; Γιατί και αυτά τα λάθη φαίνονται να οφείλονται στην άγνοια του ότι στις εκφράσεις "θα παρελάσουν", "θα αρθούν", "να άρω" εκείνο που χρησιμοποιείται είναι η υποτακτική του αορίστου.
Υπάρχουν άλλοι τύποι που προέκυψαν από άγνοια και λανθασμένο σχηματισμό, αλλά πλέον είναι καθιερωμένοι ως οι μόνοι δόκιμοι τύποι. Π.χ το "συνεφέρνω" και το "κατεβαίνω". Έχεις σκεφτεί ποτέ ότι, όταν τα λες, χρησιμοποιείς αύξηση σε οριστική ενεστώτα; Μήπως δεν ξέρεις τον κανόνα της αύξησης; Τον ξέρεις. Θα μπορούσες όμως να πεις "συμφέρνω" και "καταβαίνω" που δεν λέει κανείς;
Σου έχω αναφέρει ξανά τύπους του β' ενικού προστακτικής των συνθέτων που δεν είναι συχνοί και γι' αυτό έχουμε όλοι μια τάση να κολλάμε και εκεί μια αύξηση, επειδή μας θυμίζουν τις πιο οικείες οριστικές του παρατατικού και του αορίστου. Λες "πρότεινε", "επίτρεψε", αλλά μπορείς να πεις "επίστρεφε"; Ούτε ο Καβάφης μπορούσε και έγραψε "επέστρεφε" στο ποίημά του.
Με τους τύπους αυτούς παραβλέπεται, όταν ο τόνος στη ν.ε. βρίσκεται στην παραλήγουσα, ο κανόνας μη τονισμού της προπαραλήγουσας, όταν η λήγουσα είναι μακρόχρονη, πράγμα όμως που έχει επικρατήσει γενικά στη ν.ε., αλλά, όταν ο τόνος στη ν.ε. βρίσκεται στην προπαραλήγουσα, όπως στο "να κατέβουμε", παραβλέπεται το ότι καμία λέξη δεν τονίζεται πριν από την προπαραλήγουσα (αφού το καταβῶμεν, άρα και το κατέβουμε, προέρχεται από το καταβήωμεν). Αυτό λοιπόν πώς έγινε αποδεκτό και επικράτησε;
Και γενικώς είναι ένα ερώτημα γιατί ορισμένα λάθη επικρατούν και οδηγούν σε νέους αποδεκτούς τύπους, ενώ άλλα όχι. Μια απάντηση σε αυτό θα είναι, όπως είπες, η ευρεία χρήση τους και σε κάποιες ίσως περιπτώσεις το αν στηρίζονται σε κάποια σωστή βάση, όπως η υποτακτική παράξω, που είναι σωστός σχηματισμός από αόριστο α΄, ο οποίος αναφέρεται και στο LSJ, έστω και ως σπάνιος.
Οι προστακτικές αυτές όμως (πέρα από το "επέστρεφε" του Καβάφη, που μπορεί να γίνεται δεκτό ποιητική αδεία) θεωρούνται ακόμη λάθη, δεν έχουν γίνει αποδεκτές. Και ναι, δεν μας πάει να πούμε "επίστεφε", αλλά, εφόσον γνωρίζουμε ότι είναι λάθος, δεν θα πούμε και "επέστεφε", αλλά θα το πούμε αλλιώς ("δίνε πίσω" ή "γύριζε πίσω", ανάλογα με τη σημασία του).
Είσαι σίγουρη ότι ο πληθυντικός που χρησιμοποιείς, όταν λες "θα το πούμε αλλιώς", είναι κανονικός και όχι πληθυντικός της κοινωνίας, ένα patronizing we; Γιατί εγώ γνωρίζω πολλούς ανθρώπους που λένε τέτοιες προστακτικές κι ας έχουν ακούσει κάποτε στο σχολείο ότι η προστακτική δεν παίρνει αύξηση.
Το μόνο περίεργο είναι ότι δεν έχει υιοθετηθεί για την οριστική τύπος του αορίστου α', δηλαδή ένας τύπος *παρήξα ή *πάραξα". Τουλάχιστον, δεν έχω πάρει χαμπάρι τέτοια χρήση.