0 μέλη και 1 επισκέπτης διαβάζουν αυτό το θέμα.
Αν εκλάβουμε τις μετοχές ως υποθετικές στα άλλα δύο μέρη, τότε συμβαίνει ακριβώς το ίδιο, δηλ βρίσκει την πόλη σε α' υποθετική κατάσταση (δυστυχούσα, καλώς πράττουσα) και αναλόγως την αλλάζει ή τη διατηρεί. Κι η β' κατάσταση που προκύπτει είναι το συμπλήρωμα που λείπει από κάθε απαρέμφατο, στην ουσία η ίδια μετοχή ως κατηγορηματική.Δηλαδή: πόλιν δυστυχοῦσαν παῦσαι (δυστυχούσαν) πόλιν καλῶς πράττουσαν διαφυλάξαι (καλῶς πράττουσαν)Κάτι τέτοιο φαίνεται να έχουν στο μυαλό τους και οι μεταφραστές. Μάλιστα, μπαίνουν στη διαδικασία να αποδώσουν και το "εκ μικράς" σαν να ήταν κι αυτό μετοχική φράση (μικράν ούσαν).(πχ Perseus: I think that all would agree that it is a king’s business to relieve the state when it is in distress, to maintain it in prosperity, and to make it great when it is small;
Το να θεωρήσουμε ότι οι μετοχές εννοούνται ως κατηγορηματική η μία και ως επιθετική - κατηγορούμενο η άλλη είναι μία λύση, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο είχε αυτό στο μυαλό του ο Ισοκράτης.
Και η αγγλική μετάφραση -γιατί τελικά η μετάφραση είναι αυτή που μας παρασύρει στις υποθετικές μετοχές- δεν ενδιαφέρεται να τηρήσει απολύτως αυτήν την αναλογία με την υποθετική κατάσταση, αφού τη μετοχή καλῶς πράττουσαν δεν τη μεταφράζει ως υποθετική.
Δεν θα ταίριαζε, πιστεύεις απλώς το "να παύει τη δυστυχία της / να τη σταματάει από το να είναι δυστυχισμένη, να τη διαφυλάττει ευτυχισμένη και να την κάνει από μικρή μεγάλη";
Δεν υπάρχει "επιθετική-κατηγορούμενο". Εφόσον η μετοχή λειτουργεί ως κατηγορούμενο είναι κατηγορηματική.
Εσύ ως μαθήτρια θυμάσαι να την είχες διδαχθεί ως κατηγορηματική αυτή τη μετοχή; Εγώ όχι (δεν θυμάμαι).
Η διαφορά του κατηγορηματικού προσδιορισμού από το κατηγορούμενο αντικειμένου είναι ότι ο πρώτος είναι πρόσθετη/μη απαραίτητη πληροφορία σε κάποιον όρο, ενώ το δεύτερο συμπλήρωμα, δηλ απαραίτητη πληροφορία για να ολοκληρωθεί το νόημα του ρήματος.Στο "ἐλαύνω ἱδροῦντι τῷ ἵππῳ" η μετοχή δεν συμπληρώνει το νόημα του ρήματος, απλώς προσθέτει μια προσωρινή ιδιότητα στο ουσιαστικό. Άρα, είναι λογικό να πεις ότι η μετοχή είναι επιθετική και λειτουργεί ως κατηγ. προσδιορισμός.Αντίθετα, στο "τὴν κεφαλὴν ἔχω ψιλήν", αν πεις ότι το επίθετο είναι απλός προσδιορισμός μένει ένα ρήμα ελλιπές κατά τη γνώμη μου. Θα μπορούσε ποτέ κανείς να πει σκέτα "τὴν κεφαλὴν ἔχω"; Είναι τόσο αυτονόητο το νόημα, που δεν υπάρχει λόγος να εκφωνηθεί παρά μόνο αν συμπληρώνεται από ένα επίθετο ή μια μετοχή.Ομοίως, και στο "φυλάσσω/έχω τινά δεδεμένον".Η μετοχή είναι απαραίτητο συμπλήρωμα στο "εχω" (τι θα σήμαινε μόνο του "έχω κάποιον"; ), όπως και στο "φυλάσσω" που μόνο του με αιτιατική θα είχε άλλη έννοια (επιτηρώ και όχι διατηρώ).
Τώρα, εσύ λες ότι το "έχω" και το "διαφυλάσσω" δεν αναφέρονται από τα συντακτικά αυτά ως συντάσσομενα με συμπληρωματική μετοχή. Ναι, αυτό ισχύει (ο Smyth βέβαια αναφέρει το "παρασκευάζω" που κινείται στην ίδια λογική). Όμως, το κατηγορούμενο του αντικειμένου είναι κι αυτό συμπλήρωμα του ρήματος, άρα εμπίπτει στον ορισμό τους για τη συμπληρωματική μετοχή.Γι' αυτό σου είπα εξ αρχής ότι αν τις θεωρήσεις κατηγορούμενα, δεν μπορεί παρά να είναι κατηγορηματικές μετοχές.
Ειδικά το "έχω+παθ.μτχ" θα μπορούσες να το αντικαταστήσεις με ένα ενεργητικό ρήμα.Δηλ αντί να πεις "έχω τινά δεδεμένον", να πεις "δέδεκα τινά". Αυτό δεν δείχνει πόσο συνδεδεμένη νοηματικά είναι η μετοχή με το ρήμα;